Είναι δένδρο ψηλό συνήθως ευθύκορμο με χονδρά πλάγια, κλαδιά βαθύριζο, ωόμορφο, μόνοικο, βαρύσπορο, φιλόφωτο, ευπαθές σε παγετούς και απαιτητικό σε χαλαρά γόνιμα και δροσερά εδάφη.
Το βρίσκουμε σε όλη την Ελλάδα αλλά και σε αυτοφυή εξάπλωση στην Πίνδο.
Τα φύλλα είναι σύνθετα, πτερωτά, περιττόληκτα με 6-8 ζεύγη βραχύμισχα ή επιφυή λειόχειλα φυλλάρια μήκους 5-15 εκ.
Τα άνθη είναι μονογενή και η άνθηση γίνεται τον Απρίλιο-Μάϊο. Τα αρσενικά είναι κρεμάμενοι πράσινοι παχείς ίουλοι στις μασχάλες των φύλλων και στο άκρο διετών κλαδίσκων, ενώ τα θηλυκά ανά 2-3 στο άκρο των ετήσιων κλαδίσκων.
Ο καρπός είναι δρύπη μονόσπερμη στρογγυλή με σαρκώδες πράσινο εξωκάρπιο, που συρικνώνεται, σχίζεται και πέφτει το φθινόπωρο με την ωρίμανση του καρπού.
Η καρυδιά θεωρείται ιδιαίτερης σπουδαιότητας είδος τόσο για το φαγώσιμο καρπό της όσο και για το πολύ καλής ποιότητας ξύλο της. Τα τελευταία χρόνια δημιουργήθηκαν αρκετές ποικιλίες που χαρακτηρίζονται κυρίως από την ταχυαυξότητα, το μικρό ύψος και την μείωση του χρόνου καρποφορίας. Η εγκατάσταση των ποικιλιών αυτών έχει επεκταθεί σημαντικά και οφείλεται πέραν των άλλων και στο γεγονός ότι επιδοτείται από το Κράτος. Το ξύλο εμφανίζει έγχρωμο εγκάρδιο χρώματος σοκολάτας, ενώ το χρώμα του σομφού είναι υπόλευκο. Χρησιμοποιείται κυρίως στην επιπλοποιϊα, ξυλογλυπτική και για κοντάκια όπλων.