Είναι είδος όμοιο με την δασική οξιά σε γενική εικόνα όσον αφορά τις απαιτήσεις, με τη διαφορά ότι η κόμη είναι στενότερη και θέλει μεγαλύτερες θερμοκρασίες.
Την συναντάμε σε ανατολικές περιοχές βορειότερα του όρους Οξυά.
Τα φύλλα είναι βραχύμισχα, κατ' εναλλαγή δίσειρα, επιμήκως ελλειψοειδή μέχρι αντίστροφα ωοειδή, οξυκόρυφα, με παρυφές οδοντωτές ή κυματιστές με 5-15 ζεύγη νεύρων και με μέγιστο πλάτος στο πάνω μέρος τους.
Τα θηλυκά άνθη είναι όμοια με της F. silvatica όπως και τα αρσενικά, τα οποία όμως διαφέρουν μόνο στο περιγόνιο που είναι αρκετά κωδωνοειδές ή χωνοειδές και διαιρείται με αβαθείς εγκοπές σε 4-7 λοβούς με κορυφές αποστρογγυλεμένες και τρίχωμα μακρύτερο εκείνου της F. Silvatica και μαύρο συνήθως στην κορυφή.
Ο καρπός είναι όμοιος με εκείνου της F. Silvatica με τη διαφορά ότι το κύπελο είναι μακρυπόδισκο (ποδίσκος διπλάσιος του κυπέλλου) και καλύπτεται στο πάνω τμήμα του από ταινιοειδή, γραμμοειδή ή σουβλοειδή βράκτια (το κάτω τμήμα του είναι γυμνό, αφού τα βράκτια που το καλύπτουν πέσανε κατά την ολοκλήρωση του σχηματισμού του).