Ορολογία (Δ - Ι) |
δίοικα : Φυτά (με άνθη μονογενή) στα οποία το κάθε άτομο φέρει άνθη του ίδιου γένους (μόνο αρσενικά ή μόνο θηλυκά).
δισαμάριο : Διπλό πτερυγιοφόρο κάρυο (διπλή σαμαρά). Στο δισαμάριο ο κάθε καρπός προέρχεται από γυναικείο με ένα καρπόφυλλο και περιέχει ένα σπέρμα ( Acer sp .).
διχάσιο : Κυματοειδής ταξιανθία στην οποία οι μονήρεις πλευρικοί άξονες (ποδίσκοι ανθέων) φέρονται σε ζευγάρια σε διαδοχικά επίπεδα.
δρύπη : Σαρκώδης, αδιάρρηκτος καρπός με ένα ή περισσότερα σπέρματα. Το περικάρπιο αποτελείται από ένα λεπτό δερματώδες εξωκάρπιο, ένα παχύ σαρκώδες μεσοκάρπιο και ένα ξυλώδες ενδοκάρπιο ( Juglans sp ., Olea sp ., Prunus sp .κ.λ.π.).
έλασμα : Δομικό στοιχείο του φύλλου που είναι συνήθως πλατύ, μικρού πάχους και ποικίλλει ως προς το σχήμα του. ενδημικά : Φυτικά είδη αυτοφυή σε ορισμένο μόνο τόπο ή περιοχή, αποτέλεσμα γεωγραφικής ή φυσιολογικής απομόνωσης τους. ενδοκάρπιο : Το εσωτερικό στρώμα (μερικές φορές λιθώδες) του περικαρπίου των καρπών των αγγειοσπέρμων που περιβάλλει το σπέρμα ή τα σπέρματα. εντεριώνη : Κυλινδρικό σώμα που καταλαμβάνει την αξονική περιοχή στον πρωτογενή βλαστό των δικοτυληδόνων και των γυμνοσπέρμων και που αποτελείται κυρίως από κύτταρα με αποταμιευτικό χαρακτήρα. εντομογαμή : Φυτά στα οποία η επικονίαση γίνεται με τα έντομα. Η προσέλκυση των εντόμων από τα άνθη γίνεται με διάφορους τρόπους, νέκταρ που παράγεται από νεκτάρια, αύξηση του μεγέθους και ζωηρός χρωματισμός των πετάλων, προσομοίωση ανθέων με το σχήμα, το χρώμα και την οσμή των θηλυκών εντόμων κ.λ.π, εξωκάρπιο : Το εξωτερικό στρώμα (συνήθως λεπτό) του περικαρπίου των καρπών των αγγειοσπέρμων. επιδερμίδα : Τα εξωτερικά κύτταρα σε μέρη του φυτού. Η επιδερμίδα συνίσταται συνήθως από ένα απλό στρώμα (μερικές φορές από περισσότερα) με κύρια λειτουργία την προστασία των άλλων ιστών (κυρίως από την απώλεια νερού). επικονίαση : Η μεταφορά της γύρης από τους ανθήρες του ανδρείου στο στίγμα του γυναικείου ενός άνθους. ηθμαγγειώδεις δεσμίδες : Ενιαίο σύστημα του βλαστού που προκύπτει από την ένωση των ηθμοσωλήνων με τις τραχεΐδες και που αποτελούν τα αγωγά στοιχεία των σπερματοφύτων. ημιαειθαλή : Φυτά τα οποία διατηρούν τα φύλλα τους κατά το χειμώνα μέχρι την εμφάνιση των νέων φύλλων. ημισκιόφυτα : Είδη που αντέχουν κατά τη νεαρή τους ηλικία σε αρκετή σκίαση και που πλησιάζουν άλλοτε προς τα φωτόφυτα και άλλοτε προς τα σκιόφυτα. θηλώδης : Επιφάνεια με μικρές προεξοχές, οι οποίες έχουν τη μορφή θηλής. θύλακος : Ξηρός, διαρρηκτός, πολύσπερμος καρπός που προκύπτει από ένα καρπόφυλλο και που σχίζεται κατά την ωρίμανση στη μία πλευρά (συνήθως κατά μήκος μίας ραφής).
θύσανος : Κυματοειδής ταξιανθία στην οποία οι πλευρικοί άξονες σχηματίζονται εναλλασσόμενοι σε αντίθετες θέσεις ως προς τον κύριο ίουλος : Σταχυόμορφη ταξιανθία με χαλαρό, συνήθως κρεμάμενο ταξιανθικό άξονα, ο οποίος φέρει πολυάριθμα, απόδισκα, συνήθως χωρίς περιάνθιο μονογενή άνθη.
|
© 2012 botany.gr